συντρείς

συντρείς
σύντρεις ΝΜΑ, ουδ. σύντρια ΜΑ
τρεις μαζί, ανά τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τρεῖς (πρβλ. συν-δύο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύντρεις — σύν τρέω flee from fear imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συν — αρχαία πρόθεση 1. (μαθημ.), εκφράζει το σημείο της πρόσθεσης (+): Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. 2. στις φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τα συνδυό, συντρείς, σημαίνει, δύο δύο, τρεις τρεις: Όπου συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν (ακριτ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανεμητικός — ή, ό (Α διανεμητικός, ή, όν) [διανέμω] 1. ικανός να διανέμει το σύνολο ή μέρος τού συνόλου, μεριστικός 2. αυτός που μπορεί να διανεμηθεί νεοελλ. φρ. διανεμητικά αριθμητικά α) στην Αρχαία Ελληνική, σύνθετα αριθμητικά που σχηματίζονται με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”